πτερνοβάτης

πτερνοβάτης
ο, ΝΑ, και θηλ. πτερνοβάτιδα Ν, και θηλ. πτερνοβάτις, -ιδος, Α
αυτός που στηρίζεται στη φτέρνα του κατά το βάδισμα, πτερνοβάμων*
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) είδος ιατρικού επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ὑπνο-βάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πτερνοβάτης — one who walks on his heels masc nom sg πτερνοβατέω walk on one s heels imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερνοβάται — πτερνοβάτης one who walks on his heels masc nom/voc pl πτερνοβάτᾱͅ , πτερνοβάτης one who walks on his heels masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερνοβατώ — πτερνοβατῶ, έω, Ν Μ [πτερνοβάτης] 1. στηρίζομαι στις φτέρνες μου κατά το βάδισμα, είμαι πτερνοβάτης 2. πάσχω από πτερνοποδία …   Dictionary of Greek

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek

  • πτερνοβάμων — όβαμον, ΜΑ 1. αυτός που κατά τη βάδιση στηρίζεται στη φτέρνα τού ποδιού, πτερνοβάτης 2. αυτός που πάσχει από πτερνοποδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”